-
1 διαπιδύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπιδύω
-
2 δίειμι
A , 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach. 845; of a report, spread,λόγος διῄει Plu.Ant.56
.2 pass through.δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21
; get through, escape,διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13
;ἔξω Thphr.CP5.9.12
: abs., Arist.Ph. 204a4.b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri. 47c;δ. τῷ λόγῳ Id.Grg. 505e
, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3. -
3 παρεξέρχομαι
παρεξ-έρχομαι, [voice] Med. with [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Act.: [tense] aor. - ῆλθον (inf. and part.) is the only tense used by Hom.:—A slip past another,ῥεῖα παρεξελθοῦσα Od.10.573
; π... τυτθόν pass by (us) a little way, Il.10.344 ; π. τινά pass by, Hdt. 1.197, 6.117 ;παρά τι Plu.Alex.76
; pass out, διὰ [ τῶν πόρων] Steph. in Hp.1.112 D.2 c. gen., π. τι τῆς ἀληθείας go aside from the truth, Pl.Phlb. 66b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξέρχομαι
-
4 ἰθυδρομία
ἰθυ-δρομία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυδρομία
-
5 διεκπίπτω
A issue, escape through,φωτὸς -πίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.45U.
, cf. Ph.Bel.57.3: abs., escape, Arist.Pr. 910a17; exude,τῶν πόρων Plu.2.51a
, Gal.10.948; τι Onos. 21.1, Hld.10.28;διὰ τῆς πόλεως Arr.An.1.8.7
.II spread abroad, of a proverbial saying, Eust.ad D.P.809.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπίπτω
-
6 φράσσω
A- ττω X.Cyn.2.9
, D.21.17, al.: [tense] fut. φράξω ([etym.] δια-) IG 22.1668.63, etc.: [tense] aor. ἔφραξα, [dialect] Ep.φράξα Il.12.263
, Od.5.256, etc., [dialect] Att. inf.φάρξαι IG12.371.20
, part. δια-φάρξας ib.373.251: [tense] pf.πέφρᾰκα Ph.2.350
, later πέφρᾰγα ([etym.] περι-) Sch.Hes.Sc. 298: [tense] plpf.ἐμ-πεφράκεσαν J.AJ12.8.5
:—[voice] Med., v. φράγνυμι; [tense] fut. φράξομαι ([etym.] ἐμ-) Luc.Tim.19: [tense] aor. ἐφραξάμην, [dialect] Ep.φρ- Il.15.566
:—[voice] Pass., [tense] fut. φραχθήσομαι ([etym.] ἐμ-) Gal.5.616;φρᾰγήσομαι 2 Ep.Cor.11.10
: [tense] aor. 1ἐφράχθην Il.17.268
, Pl.Ti. 84d: [tense] aor. 2 ἐφράγην [pron. full] [ᾰ], subj.φρᾰγῇ Ep.Rom.3.19
, part. : [tense] pf. , etc.: [tense] plpf.ἐπεφράγμην Luc.Sat.11
, [ per.] 3sg.ἐπέφρακτο Hdt.7.142
:—Hom. uses no tense but [tense] aor. [voice] Act., [voice] Pass., and [voice] Med. The [dialect] Att. spellings πεφαργμένος and ἐφάρξαντο are given by Hdn.Gr.2.384, cf. IG12.ll.cc., and v. φαρκτός, ναύφαρκτος. [ᾰ by nature, for it does not become η in [dialect] Ion.]:— fence in, hedge round, hence with collat. notion of defence, secure, fortify, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις having fenced the battlements with shields, Il.12.263; φράξε δέ μιν [τὴν σχεδίην] ῥίπεσσι he fenced it with mats, to keep out the water, Od.5.256;ἀρκύστατ' ἂν φράξειεν A.Ag. 1376
;φ. δέμας ὅπλοισι Id.Pers. 456
; ἔρνεσι φ. χεῖρα fill them full with wreaths of victory, Pi.I.1.66:—[voice] Med., φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ they fencedin their ships, Il.15.566, cf. A.Th.63;φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσι Hdt.8.51
;πύλας.. ἐφραξάμεσθα προστάταις A.Th. 798
; but ἐφράξαντο τὸ τεῖχος they strengthened it, Hdt.9.70: abs., strengthen one's fortifications, Th.8.35;φ. πρὸς τὰς διαβάσεις Plu.Mar.23
; in battle-array,Batr.
166:—[voice] Pass., φραχθέντες σάκεσιν fenced with shields, Il.17.268, cf. E.IA 826, etc.;ἡ ἀκρόπολις ῥηχῷ ἐπέφρακτο Hdt.7.142
; of the Nile, to be embanked, Id.2.99: abs., fortified, prepared for defence,Id.
5.34, Th.1.82; of a person, armed,ἀσπιδίτης καὶ πεφρ. S.Fr. 426
: metaph., ἐλπίδος πεφραγμένος having the defence of hope, cj. in Id.Ant. 235 (cod. Laur, πεπραγμένος, cett. and Sch. δεδραγμένος).II put up as a fence, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ joining spear close to spear, shield to shield, Il.13.130; φράξαντες τὰ γέρρα having put up the shields as a close, thick fence, Hdt.9.61:—[voice] Med. πάγας ὑπερκότους ἐφραξάμεσθα cj. in A.Ag. 823.2 σχάσασαι τὴν οὐρὰν καὶ φ., of dogs, X.Cyn.3.5.III stop up, block,τὴν ὁδόν Hdt.8.7
;τοὺς ἔσπλους Th.4.13
;τὰ παρασκήνια D.21.17
:—[voice] Pass., ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς [ὁ πλεύμων] Pl. l.c.;πεφραγμένων τῶν πόρων Arist.Pr. 935b14
.2 metaph., bar, stop,τὸ ἡγεμονικόν Ath.4.157d
:—[voice] Pass.,ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ Ep.Rom.3.19
;ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμέ 2 Ep.Cor. 11.10
.
См. также в других словарях:
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πιεζοδιαπίδυση — η, Ν (χημ. τεχνολ.) τεχνική αφαλάτωσης τού νερού, κατά την οποία η διέλευση τών ιόντων διά μέσου τών πόρων ενός διαφράγματος εξαναγκάζεται με άσκηση πίεσης, και που είναι ανάλογη με την τεχνική τής αντίστροφης ώσμωσης, κατά την οποία με επιβολή… … Dictionary of Greek
ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… … Dictionary of Greek
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek
μετασύγκριση — η (Α μετασύγκρισις) [μετασυγκρίνω] νεοελλ. θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση τού ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή τής δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση τού… … Dictionary of Greek
μετασυγκρίνω — (Α) (ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής) μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek